Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απειλή  
ουσιαστικό θηλυκό

mina`ccia ~f~ υπό την απειλή όπλου, ο ταμίας άνοιξε το χρηματοκιβώτιο==sotto minaccia di morte il cassiere aprì la cassaforte | η απειλή ενός νέου παγκοσμίου πολέμου==la minaccia di una nuova guerra mondiale | δε θα κερδίσεις τίποτα με τις απειλές==non otterrai nulla con le minacce

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  απεικονιστικός απειλημένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---