Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαπεικόνιση
ουσιαστικό θηλυκό 1 raffigurazio`ne ~f~ 2 ((figurato)) rappresentazio`ne ~f~; descrizio`ne ~f~ απεικόνισις ουσιαστικό θηλυκό forma arcaica di [απεικόνιση ^-ης, η^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |