Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαπειλούμαι
ρήμα παθητικό e`ssere minaccia`to; e`ssere in peri`colo η χώρα απειλείται άμεσα από δύο μέτωπα==il paese è direttamente minacciato su due fronti | απειλήθηκε η σωματική του ακεραιότητα==la sua incolumità personale è stata messa in pericolo απειλώ ρήμα μεταβατικό minaccia`re το φράγμα απειλεί να υποχωρήσει==la diga minaccia di cedere | τον απείλησαν πως θα τον σκοτώσουν==lo minacciarono di morte permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |