Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απειρία{1}  
ουσιαστικό θηλυκό

imperi`zia ~f~; inesperie`nza ~f~

απειρία{2}
ουσιαστικό θηλυκό

infinità ~f~; illimitate`zza ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  απείραχτος άπειρο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---