Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


άπειρος{1}  
επίθετο

inespe`rto αυτός ο υπάλληλος είναι άπειρος ακόμη==questo impiegato ancora inesperto

άπειρος{2}
επίθετο

1 infini`to ο Θεός είναι άπειρος==Dio è infinito
2 innumere`vole έχει άπειρους φίλους==ha innumerevoli amici

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  απειροπόλεμος απειροστικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---