Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαπέχω
ρήμα αμετάβατο 1 dista`re; e`ssere dista`nte αυτή η τοποθεσία δεν απέχει πολύ από την Αθήνα==quella località non dista molto da Atene 2 astene`rsi; tene`rsi ben dista`nte (da); evita`re απείχε από την ψηφοφορία==si astenne dalla votazione 3 ((figurato)) e`ssere lonta`no αυτό που λες δεν απέχει και πολύ από τη αλήθεια==quello che dici non è molto lontano dalla verità permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |