Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαπαρνιέμαι
ρήμα παθητικό 1 rinnega`re απαρνήθηκε την πίστη του==ha rinnegato la sua fede | απαρνήθηκε την πατρίδα του==ha rinnegato la sua patria 2 ripudia`re απαρνήθηκε τους γονείς του==ha ripudiato i suoi genitori απαρνιούμαι ρήμα παθητικό variante di [απαρνιέμαι] απαρνούμαι ρήμα παθητικό variante di [απαρνιέμαι] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |