Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
απαρνητής
ουσιαστικό αρσενικό
1
rinnegato`re
2
ripudiato`re
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< απαρνήσιμος
απαρνητικός >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
απαρίθμηση
{-ης κ. -ή...
απαριθμητικός
[επίθ.]
απαριθμώ
(απαρίθμ-η...
απάρνηση
η, gen απά...
απαρνήσιμος
[επίθ.]
απαρνητής
[ουσ αρσ ]
απαρνητικός
[επίθ.]
απαρνιέμαι
ipf απαρνι...
απαρνιούμαι
ipf απαρνι...
απαρνούμαι
ipf απαρνι...
απαρνούμενος
[επίθ.]
απαρόμοιαστος, (raro) απαρομοίαστος
[επίθ.]
απαρουσίαστος
[επίθ.]
απαρτία
[θηλ.ουσ]
απαρτίζομαι
ipf απαρτι...
απαρτιζόμενος
[επίθ.]
απαρτίζω
ipf απάρτι...
απαρτισμένος
[επίθ.]
άπαρτος
[επίθ.]
απαρτχάιντ
[ουσ ουδ.]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis