Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαντίσταση
ουσιαστικό θηλυκό 1 resiste`nza ~f~ δεν έφερε καμία αντίσταση==non ha opposto resistenza | προβάλλω σθεναρή αντίσταση στην εχθρική επίθεση==opporre una tenace resistenza all'attacco nemico 2 resiste`nza ~f~; opposizio`ne ~f~ αντίσταση κατά της Αρχής==resistenza a pubblico ufficiale 3 storia la Resistenza έλαβε μέρος στην Αντίσταση==ha fatto parte della Resistenza 4 fisica resiste`nza ~f~ η αντίσταση του αέρα==la resistenza dell'aria 5 elettricità resiste`nza ~f~; resisto`re ~m~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |