Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαντιστάθμισμα
ουσιαστικό ουδέτερο 1 contrappe`so ~m~ 2 ricompe`nsa ~f~; compe`nso ~m~ αυτό είναι το αντιστάθμισμα των κόπων μου;==è questa la ricompensa delle mie fatiche? | σε αντιστάθμισμα==in compenso permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |