Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αντιστάθμισμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 contrappe`so ~m~
2 ricompe`nsa ~f~; compe`nso ~m~ αυτό είναι το αντιστάθμισμα των κόπων  μου;==è questa la ricompensa delle mie fatiche? | σε αντιστάθμισμα==in compenso

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αντιστάθμιση αντισταθμισμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---