Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αντιστήριγμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

puntellatu`ra ~f~; punte`llo ~m~; soste`gno ~m~((anche in senso figurato))

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αντιστέκομαι αντιστηρίζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---