Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαντικρίζω
ρήμα μεταβατικό 1 e`ssere, trova`rsi di fronte (a); guarda`re verso; fronteggia`re το νέο μουσείο αντικρίζει την Ακρόπολη==il nuovo museo fronteggia l'Acropoli 2 vede`re dava`nti, di fronte a sé; trova`rsi dava`nti δάκρυσε όταν αντίκρισε το αγαπημένο του νησί==gli occhi gli si riempirono di lacrime quando vide davanti a sé la sua amata isola | αντίκρισα ένα ανατριχιαστικό θέαμα==mi trovai davanti uno spettacolo raccapricciante permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |