Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αντικομφορμιστής  
ουσιαστικό αρσενικό

1 anticonformi`sta ~m~
2 non conformi`sta ~m~

αντικομφορμίστρια
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [αντικομφορμιστής ^-ή, ο^]
2 anticonformi`sta ~f~
3 non conformi`sta ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αντικομφορμισμός αντικομφορμιστικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---