Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαντίκρισμα
ουσιαστικό ουδέτερο 1 il trova`rsi ~m~ di fronte, dava`nti (a); vista ~f~ di fronte a sé στο αντίκρισμα του…==vedendolo…; alla vista di… 2 economia copertu`ra ~f~ (finanziaria)+++επιταγή χωρίς αντίκρισμα==assegno scoperto | αντίκρισμα σε χρυσό==riserva aurea permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |