Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαντίδραση
ουσιαστικό θηλυκό 1 reazio`ne ~f~ η αντίδραση σου μού φάνηκε αδικαιολόγητη==la tua reazione mi è sembrata ingiustificata | αναμένεται η αντίδραση των εργαζομένων στα νέα μέτρα==si attende la reazione dei lavoratori ai nuovi provvedimenti | από αντίδραση==per reazione 2 fisica reazio`ne ~f~ 3 chimica reazio`ne ~f~ 4 politica reazio`ne ~f~ οι δυνάμεις της αντίδρασης==le forze della reazione permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |