Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαντίδοτο
ουσιαστικό ουδέτερο anti`doto ((anche in senso figurato)) το ποτό δεν αντίδοτο για τη μελαγχολία==l'alcol non è antidoto alla malinconia permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |