Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαντιδρώ
ρήμα αμετάβατο reagi`re ο οργανισμός του αντέδρασε θετικά στη θεραπεία==il suo organismo ha reagito positivamente alla terapia | αντέδρασε βίαια όταν έμαθε τα νέα==ha reagito violentemente alla notizia permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |