Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αντιζηλία  
ουσιαστικό θηλυκό

1 antagoni`smo ~m~; rivalità ~f~
2 gelosi`a ~f~; invi`dia ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αντιευρωπαϊστής αντίζηλος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---