Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαντίθεση
ουσιαστικό θηλυκό 1 contra`sto ~m~; opposizio`ne ~f~; anti`tesi ~f~ βρίσκομαι σε αντίθεση μαζί του==sono in contrasto con lui | η θέση και η αντίθεση==la tesi e l'antitesi 2 contra`sto ~m~ τα γαλανά του μάτια κάνουν αντίθεση με το σκούρο δέρμα του==i suoi occhi azzurri fanno contrasto con la sua pelle scura 3 anti`tesi ~f~; diverge`nza ~f~ πολιτικές αντιθέσεις==divergenze politiche permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |