Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αντένα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 marineria ante`nna ~f~
2 telecomunicazioni ante`nna ~f~

αντέννα
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [αντένα]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αντεμπρησμός αντενδεικνυόμενος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---