Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αντεισαγγελεύς
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

forma arcaica di [αντεισαγγελέας]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αντεθνικός αντεκδίκηση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---