Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αντεκδίκηση  
ουσιαστικό θηλυκό

rappresa`glia ~f~; ritorsio`ne ~f~

αντεκδίκησις
ουσιαστικό θηλυκό

forma arcaica di [αντεκδίκηση]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αντεισαγγελεύς αντεκδικούμαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---