Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόανοικτός
επίθετο variante di [ανοιχτός] ανοικτότατος επίθετο superlativo di [ανοιχτός] ανοικτότερος επίθετο comparativo di [ανοιχτός] ανοιχτός επίθετο 1 ape`rto ξέχασα ανοιχτό το παράθυρο==ho lasciato la finestra aperta 2 φως acce`so ξέχασα το φως ανοιχτό==ho lasciato la luce accesa 3 ape`rto; vasto; a`mpio ανοιχτή θάλασσα==mare aperto 4 colore chia`ro ανοιχτό κίτρινο==giallo chiaro 5 fiore sboccia`to; fiorito ανοιχτή αμυγδαλιά==mandorlo fiorito; mandorlo in fiore 6 ape`rto; socie`vole; alle`gro έχει ανοιχτό χαρακτήρα==ha un carattere aperto ανοιχτότατος επίθετο superlativo di [ανοιχτός] ανοιχτότερος επίθετο comparativo di [ανοιχτός] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |