Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόανομία, (raro) ανομιά
ουσιαστικό θηλυκό 1 anomi`a ~f~; manca`nza ~f~ di leggi; manca`nza ~f~ di giusti`zia 2 illegalità ~f~; illiceità ~f~; trasgressio`ne ~f~ della legge 3 religione pecca`to ~m~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |