Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόανιστόρητος
επίθετο 1 persona ignora`nte in sto`ria; digiu`no di sto`ria 2 ((per estensione)) persona ignora`nte; analfabe`ta; inco`lto 3 cose, situazioni indescrivi`bile; inenarra`bile ανιστόρητα παθήματα==sofferenze inenarrabili permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |