Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόανίσχυρος
επίθετο 1 impote`nte; non in grado ο άνθρωπος είναι ανίσχυρος μπροστά στο ξέπασμα των στοιχείων της φύση==l'uomo è impotente di fronte allo scatenarsi delle forze della natura 2 diritto inva`lido; nullo permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |