Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόανίχνευση
ουσιαστικό θηλυκό 1 il segui`re ~m~ le tracce (di) 2 militare esplorazio`ne ~f~; perlustrazio`ne ~f~ έστειλαν μια ομάδα ανίχνευσης==mandarono una squadra in perlustrazione 3 ((figurato)) rice`rca ~f~ meticolo`sa; inda`gine ~f~; investigazio`ne ~f~; inchie`sta ~f~ η ανίχνευση ενός μυστηρίου==l'indagine su un mistero permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |