Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόανέντακτος
επίθετο che si o`ccupa attivame`nte di poli`tica, ma che non è iscri`tto a un parti`to poli`tico ανένταχτος επίθετο variante di [ανέντακτος ^-η, -ο^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |