Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
ανεμοδούρα
ουσιαστικό θηλυκό
banderuo`la ~f~
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< ανεμοδείχτης
ανεμοδούρας >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
ανεμογράφος
[ουσ αρσ ]
ανεμοδαρμένος
[επίθ.]
ανεμόδαρτος
[επίθ.]
ανεμοδείκτης
{ανεμοδεικ...
ανεμοδείχτης
[ουσ αρσ ]
ανεμοδούρα
{χωρ. γεν....
ανεμοδούρας
[ουσ αρσ ]
ανεμοδούρι
[ουσ ουδ.]
ανεμοδούριο
[ουσ ουδ.]
ανεμοθύελλα
{δύσχρ. αν...
άνεμοι
[ουσ αρσ πληθ.]
ανέμοιαστος
[επίθ.]
ανεμοκαιριά
[θηλ.ουσ]
ανεμόκαιρος
[ουσ αρσ ]
ανεμολόγι
[ουσ ουδ.]
ανεμολόγιο
{ανεμολογί...
ανεμομάζωμα
{ανεμομαζώ...
ανεμομετρία
[θηλ.ουσ]
ανεμόμετρο
{ανεμομέτρ...
ανεμόμυλος
[ουσ αρσ ]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis