Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανεμομάζωμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

[solo nella locuzione:] «ανεμομαζώματα διαβολοσκορπίσματα» ανεμομαζώματα διαολοσκορπίσματα==soldi guadagnati, spesso sperperati

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανεμολόγιο ανεμομετρία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---