Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


άνεμοι
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός

i venti ~mp~

άνεμος  
ουσιαστικό αρσενικό

1 vento ~m~ ασθενείς άνεμοι==venti deboli | ισχυροί άνεμοι==venti forti | όπου φυσάει ο άνεμος==dove soffia il vento
2 ((figurato)) vento ~m~ ποιος καλός άνεμος σας φέρνει;==qual buon vento (ti porta)? | πνέει άνεμος ελευθερίας==soffia un vento di libertà

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανεμοθύελλα ανέμοιαστος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---