ανεμοστρόβιλος
ουσιαστικό αρσενικό
1 muline`llo ~m~; tu`rbine ~m~; vo`rtice ~m~
2 ((figurato)) vo`rtice ~m~
ανεμοστρόβιλας
ουσιαστικό αρσενικό
variante di [ανεμοστρόβιλος]
ανεμοστρόφιλος
ουσιαστικό αρσενικό
variante di [ανεμοστρόβιλος]
ουσιαστικό αρσενικό
1 muline`llo ~m~; tu`rbine ~m~; vo`rtice ~m~
2 ((figurato)) vo`rtice ~m~
ανεμοστρόβιλας
ουσιαστικό αρσενικό
variante di [ανεμοστρόβιλος]
ανεμοστρόφιλος
ουσιαστικό αρσενικό
variante di [ανεμοστρόβιλος]
permalink
ανεμοστρόβιλας [ουσ αρσ ]
ανεμοστρόβιλος [ουσ αρσ ]
ανεμοστρόφιλος [ουσ αρσ ]
---CACHE---

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android