Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόανεμοστρόβιλας
ουσιαστικό αρσενικό variante di [ανεμοστρόβιλος] ανεμοστρόβιλος ουσιαστικό αρσενικό 1 muline`llo ~m~; tu`rbine ~m~; vo`rtice ~m~ 2 ((figurato)) vo`rtice ~m~ ανεμοστρόφιλος ουσιαστικό αρσενικό variante di [ανεμοστρόβιλος] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |