Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανεμοδείκτης  
ουσιαστικό αρσενικό

banderuo`la ~f~

ανεμοδείχτης
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [ανεμοδείκτης]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανεμόδαρτος ανεμοδούρα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---