Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανασυγκροτούμαι
ρήμα παθητικό

riordina`rsi

ανασυγκροτώ  
ρήμα μεταβατικό

ricostitui`re; riorganizza`re; ricostitui`re ο εχθρός ανασυγκρότησε τις δυνάμεις του==il nemico ha riorganizzato le sue forze

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανασυγκρότησις ανασύζευξη  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---