Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόανασυγκρότηση
ουσιαστικό θηλυκό ricostruzio`ne ~f~; riorganizzazio`ne ~f~; ricostituzio`ne ~f~ η ανασυγκρότηση μιας χώρας κατεστραμμένης από τον πόλεμο==la ricostruzione di un paese distrutto dalla guerra ανασυγκρότησις ουσιαστικό θηλυκό forma arcaica di [ανασυγκρότηση ^-ης, η^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |