Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αναπαημός
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [αναπαμός]

αναπαμός  
ουσιαστικό αρσενικό

morte ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αναπαγόρευτος ανάπαιστος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---