Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αναπαραγωγή  
ουσιαστικό θηλυκό

riproduzio`ne ~f~ η αναπαραγωγή του είδους==la riproduzione della specie

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αναπαράγω αναπαραγωγικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---