Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αναλογικά  
επίρρημα

1 proporzionalmente
2 in proporzione (a) αναλογιζόταν τα παιδικά του χρόνια==ricordava gli anni della sua infanzia

αναλογικώς
επίρρημα

forma arcaica di [αναλογικά]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αναλογίζω αναλογική  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---