Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαναλογία
ουσιαστικό θηλυκό 1 proporzio`ne ~f~; rappo`rto ~m~; proporzionalità ~f~ οι αναλογίες του σώματος==le proporzioni tra le varie membra del corpo 2 analogi`a ~f~; somiglia`nza ~f~; corrisponde`nza ~f~ δε βλέπω καμία αναλογία μεταξύ των δύο περιπτώσεων==non vedo nessuna analogia tra i due casi 3 matematica proporzio`ne ~f~ αναλογίες ουσιαστικό θηλυκό πληθυντικός proporzio`ni permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |