Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανακόπτω  
ρήμα μεταβατικό

ferma`re; arresta`re; contene`re; argina`re ανέκοψαν την εχθρική προέλαση==arrestarono l'avanzata nemica

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανακοπή ανακούκουρδα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---