Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανακουφίζομαι
ρήμα παθητικό

1 senti`rsi solleva`to
2 ((popolare)) anda`re di corpo
3 ((volgare)) caga`re

ανακουφίζω  
ρήμα μεταβατικό

1 alleggeri`re
2 allevia`re; calma`re; leni`re; reca`re sollie`vo αυτό το σιρόπι μού ανακούφισε το βήχα==questo sciroppo mi ha calmato la tosse
3 conforta`re; reca`re confo`rto; socco`rrere με ανακούφισαν τα λόγια του==le sue parole mi hanno sollevato | ανακουφίζω τους φτωχούς==soccorrere i poveri

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανάκουστος ανακούφιση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---