Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανακρίνω  
ρήμα αμετάβατο

diritto interroga`re (durante l'istruttoria); inquisi`re υποβάλλω κάποιον σε ανάκριση τρίτου βαθμού==sottoporre qualcuno a un interrogatorio di terzo grado

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανακρινόμενος ανακρίνων  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---