Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανακριτής  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

diritto giu`dice ~m~ istrutto`re

ανακρίτρια
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [ανακριτής ^-ή, ο^]
2 diritto giu`dice ~f~ istrutto`re

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανάκριση ανακριτικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---