Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόανακούφιση
ουσιαστικό θηλυκό 1 alleggerime`nto ~m~ 2 sollie`vo ~m~; confo`rto ~m~ να ήξερες τι ανακούφιση είναι για μένα αυτή η είδηση!==sapessi che sollievo è per me questa notizia! | στεναγμός ανακούφισης==sospiro di sollievo permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |