Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόανακοπή
ουσιαστικό θηλυκό 1 arre`sto ~m~; contenime`nto ~m~; arginame`nto ~m~ 2 medicina arre`sto ~m~ ανακοπή της καρδιάς==arresto del cuore permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |