Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανακαθίζω
ρήμα αμετάβατο

lo stesso che [ανακάθομαι]

ανακάθομαι  
ρήμα παθητικό

me`ttersi a sede`re (da corica`to)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αναίτιος ανακαθισμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---