Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανάκαμψη  
ουσιαστικό θηλυκό

migliorame`nto ~m~; risaname`nto ~m~ μέτρα για την ανάκαμψη της οικονομίας==provvedimenti per il risanamento dell'economia

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανακάμπτω ανακαρώνω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---