Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανακατεύομαι
ρήμα παθητικό

1 impiccia`rsi; immischia`rsi; framme`ttersi τι ανακατεύεσαι στη ζωή των άλλων;==perché ti immischi negli affari altrui?
2 mescola`rsi; mischia`rsi ανακατεύομαι μες στο πλήθος==mescolarsi tra la folla
3 occupa`rsi; interessa`rsi ποτέ μου δεν ανακατεύτηκα με την πολιτική==non mi sono mai occupato di politica
4 prova`re na`usea ανακατεύομαι με το παραμικρό==la minima cosa mi fa venire la nausea

ανακατεύω  
ρήμα μεταβατικό

1 mescola`re; mischia`re ανακατεύω τα τραπουλόχαρτα==mischiare le carte
2 mescola`re; rimesta`re; rimescola`re ανακάτεψε καλά τη σάλτσα, γιατί θα κολλήσει==rimescola bene il sugo, altrimenti si attacca
3 me`ttere in diso`rdine; me`ttere a soqqua`dro ο αέρας ανακάτεψε τις σημειώσεις μου==il vento ha mescolato i mie appunti
4 immischia`re; coinvo`lgere; implica`re; tira`re in ballo τον ανακατέψαν σε μια βρομερή ιστορία==l'hanno coinvolto in una losca faccenda
5 nausea`re; disgusta`re; rivolta`re lo sto`maco (a) αυτή η μυρωδιά με ανακατεύει==questo odore mi rivolta lo stomaco
6 mette`re zizza`nia (tra) μέσα σε λίγες ώρες ανακάτεψε ολόκληρη την οικογένεια==gli sono bastate poche ore per seminare la zizzania in famiglia

ανακατώνομαι
ρήμα παθητικό

lo stesso che [ανακατεύομαι]

ανακατώνω
ρήμα μεταβατικό

lo stesso che [ανακατεύω]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανακατευθύνω ανακατεψιάρης  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


μη με ανακατεύεις! = non mettermi di mezzo!


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---