Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόανακατωσούρα
ουσιαστικό θηλυκό 1 diso`rdine ~m~; confusio`ne ~f~ φεύγοντας, μες στην ανακατωσούρα, ξέχασε το ρολόι του==nella confusione della partenza ha dimenticato il suo orologio 2 agitazio`ne ~f~; scompi`glio ~m~; confusio`ne ~f~; subbu`glio ~m~ επικρατούσε μεγάλη ανακατωσούρα στην αυλή του σχολείου==nel cortile della scuola regnava lo scompiglio permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |