Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανάκλαση  
ουσιαστικό θηλυκό

fisica rifrazio`ne ~f~; riflessio`ne ~f~

ανάκλασις
ουσιαστικό θηλυκό

forma arcaica di [ανάκλαση]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανακινώ ανακλαστήρας  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---